χάδεμα

χάδεμα
το, Ν
βλ. χάιδεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χάδεμα — το βλ. χάιδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάιδεμα — και χάδεμα, το, Ν [χαϊδεύω] 1. το να χαϊδεύει κάποιος κάποιον ή κάτι, η κίνηση τής θωπείας 2. το αποτέλεσμα τού χαϊδεύω, χάδι, θωπεία 3. μτφ. στοργική ή κολακευτική συμπεριφορά σε κάποιον 4. στον πληθ. τα χαϊδέματα νάζια, καμώματα …   Dictionary of Greek

  • χάιδεμα — χάιδεμα, το και χάδεμα, το, ατος 1. θωπεία, χάδι. 2. καλόπιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”